κωμῳδόγελως

κωμῳδόγελως
κωμῳδό-γελως, ωτος, ,
A = κωμῳδός, AP13.6 (Phal.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωμωδόγελως — κωμῳδόγελως, έλωτος, ό (Α) κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + γέλως] …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδογέλωτος — κωμῳδογέλως masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”